Πρωινό 6ης Αυγούστου 1945: Ο Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι, μηχανικός στο
εργοστάσιο της Mitsubishi, μετά από τρεις μήνες στη Χιροσίμα επιστρέφει
μαζί με δύο συναδέλφους στο σπίτι του, στο Ναγκασάκι. Πηγαίνοντας στο
σταθμό των τρένων ο Γιαμαγκούτσι διαπιστώνει ότι έχει ξεχάσει ένα
ταξιδιωτικό έγγραφο που του επιτρέπει να κάνει τη μετακίνηση δωρεάν.
Εκνευρισμένος επιστρέφει στο εργοστάσιο και στις 8.15 βρίσκεται και πάλι
στο δρόμο. Κοιτάζοντας στον ουρανό παρατηρεί ένα αεροπλάνο και στη
συνέχεια δύο μικρά αλεξίπτωτα. Ακολουθεί η... λάμψη.
"Τα μισώ για αυτό που κάνουν στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Δεν μπορώ να κατανοήσω πως ο κόσμος δεν νιώθει την αγωνία για τις πυρηνικές βόμβες. Πως γίνεται να συνεχίζουν να φτιάχνουν αυτά τα όπλα;" αναρωτιόταν.
"Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Νομίζω ότι
λιποθύμησα για λίγο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου όλα ήταν σκοτεινά. Πίστεψα
ότι είχα πεθάνει αλλά τελικά το σκοτάδι έφυγε και συνειδητοποίησα ότι
ήμουν ζωντανός. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και μετά είδα ένα τεράστιο
μανιτάρι από φωτιά να σηκώνεται στον ουρανό. Ήταν σαν κυκλώνας όμως δεν
κινούταν. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ελέγξω αν έχω ακόμα τα πόδια
μου και αν μπορούσα να τα κουνήσω. Αν μείνω εδώ θα πεθάνω, σκέφτηκα",
θυμάται ο Γιαμαγκούτσι, ο οποίος βρέθηκε σε απόσταση τριών χιλιομέτρων
από το σημείο που έπεσε το "Little Boy".
Τραυματισμένος και σε κατάσταση σοκ
περπατά 200 μέτρα και βρίσκει ένα καταφύγιο. "Μπήκα και είδα δύο
φοιτητές μέσα. Μου είπαν ότι είμαι σοβαρά τραυματισμένος. Εκεί κατάλαβα
ότι είχε καεί το μισό μου πρόσωπο και τα χέρια μου", λέει ο
Γιαμαγκούτσι. Σε δύο ώρες βγαίνει από το καταφύγιο και ανακαλύπτει πως
οι δύο συνάδελφοι του, με τους οποίους θα ταξίδευε, είναι επίσης
ζωντανοί. Αποφασίζουν να πάνε στο χώρο που έμεναν στην άλλη πλευρά της
πόλης και ξεκινά μια πορεία μέσα στο σκηνικό της απόλυτης καταστροφής.
Συντρίμμια, φωτιές, καμένα πτώματα αλλά
το πιο τρομακτικό ήταν η σιωπή των τραυματισμένων. "Τα παιδιά δεν
έκλαιγαν. Δεν είδα καθόλου δάκρυα. Τα μαλλιά τους ήταν καμένα και ήταν
εντελώς γυμνά. Παντού καμένοι άνθρωποι, κάποιοι νεκροί κάποιοι στα όριο
του θανάτου. Κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν είχε τη δύναμη να πει κάτι.
Δεν άκουγα ομιλίες ή κραυγές, μόνο τον ήχο από την πόλη που καιγόταν".
Το μέρος που έμεναν έχει ισοπεδωθεί και
έτσι περνούν τη νύχτα σε ένα καταφύγιο. Με το πρώτο φως ξεκινούν για τον
σταθμό και προς μεγάλη τους έκπληξη διαπιστώνουν πως γίνονται
δρομολόγια. "Ο εφιάλτης ήταν παντού. Είδαμε μια μητέρα με το μωρό της
στην πλάτη. Είχε χάσει τα λογικά της. Το μωρό ήταν νεκρό αλλά αυτή δεν
το είχε καταλάβει. Ήταν ένας νεαρός και κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε
ύφασμα. Τον ρώτησα τι είναι; Παντρεύτηκα πριν από έναν μήνα αλλά η
γυναίκα μου πέθανε χθες. Θέλω να την πάω σπίτι, στους γονείς της, μου
είπε και άνοιξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας ένα κεφάλι", θυμάται ένας από
τους συναδέλφους τους Γιαμαγκούτσι.
Μέσα στην παράνοια που επικρατεί στο
σταθμό η παρέα χάνεται με τον Γιαμαγκούτσι τελικά να μπαίνει σε ένα
τρένο για το Ναγκασάκι. Πηγαίνει στο νοσοκομείο της πόλης και φεύγει σαν
μούμια, όπως λέει ο ίδιος. Παρά τα τραύματα και το γεγονός ότι είναι
γεμάτος επιδέσμους στις 9 Αυγούστου αποφασίζει να πάει στο εργοστάσιο
που εργάζεται.
"Ήμουν γεμάτος επιδέσμους αλλά ακόμα κι
έτσι πήγα στο διευθυντή που με έστειλε στη Χιροσίμα. Ήταν εκνευρισμένος
με όσα του είπα. Είσαι μηχανικός, ξέρεις ότι μια βόμβα δεν μπορεί να
καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη. Είναι ξεκάθαρο πως τραυματίστηκες σοβαρά
και νομίζω ότι έχει χάσει και λίγο τα λογικά σου, μου απάντησε", θυμάται
ο Γιαμαγκούτσι και συνεχίζει: "Την ώρα που μιλούσαμε έξω από το
παράθυρο είδα μία ακόμα λάμψη και στη συνέχεια όλα διαλύθηκαν. Ο
διευθυντής φώναξε: Βοήθησε με, βοήθησε με. Εγώ κατάλαβα ότι συνέβη το
ίδιο με τη Χιροσίμα. Ήμουν τόσο εκνευρισμένος μαζί του που πήδηξα από το
παράθυρο και έφυγα για να σωθώ". Ο Γιαμαγκούτσι βρέθηκε σε απόσταση
περίπου τριών χιλιομέτρων και από το σημείο της έκρηξης του "Fat Man".
Από τη δεύτερη πυρηνική βόμβα γλίτωσε με
μικροτραυματισμούς. Πήρε τη γυναίκα του και τον γιό του και κρύφτηκαν
σε ένα καταφύγιο. "Υπήρχε πάλι η ίδια σιωπή" θυμάται και συνεχίζει:
"Μείναμε στο καταφύγιο περίπου μια εβδομάδα. Δεν ήξερα αν ήταν μέρα ή
νύχτα. Τότε στις 15 Αυγούστου είδα τους πάντες γύρω μου να κλαίνε.
Άκουγαν στο ραδιόφωνο τον αυτοκράτορα Χιροχίτο να ανακοινώνει την
παράδοση της Ιαπωνίας. Δεν ένιωσα τίποτα για αυτό. Δεν ήμουν ούτε
χαρούμενος, ούτε λυπημένος".
Μετά τον πόλεμο ο Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι
δούλεψε ως μεταφραστής και διευθυντής σχολείου πριν επιστρέψει τελικά
στη Mitsubishi. Το 1957 αναγνωρίστηκε επίσημα ως επιζών της ατομικής
έκρηξης στο Ναγκασάκι και έπρεπε να φτάσουμε στο 2009 για να έρθει η
επίσημη αναγνώριση και για τη Χιροσίμα. Έτσι ο Γιαμαγκούτσι έγινε ο
μοναδικός άνθρωπος στην Ιαπωνία που αναγνωρίζεται από το κράτος ως
διπλός επιζών. Συνολικά 160 άτομα είχαν την ίδια τύχη με αυτόν (μεταξύ
των οποίων και οι δύο συνάδελφοι του) αλλά κανείς δεν έχει αναγνωριστεί
επίσημα.
Πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του έχοντας
καλυμμένο μεγάλο μέρος του σώματος του με επιδέσμους ("Φορούσε
επιδέσμους μέχρι τα 12 μου χρόνια" λέει η κόρη του) και αντιμετώπισε
πολλά προβλήματα υγείας. Ήταν όμως "επιζών" έως το τέλος. Πέθανε στις 4
Ιανουαρίου του 2010 από καρκίνο στο στομάχι σε ηλικία 93 ετών. Αφιέρωσε
τη ζωή του στον αγώνα κατά των πυρηνικών όπλων.
"Τα μισώ για αυτό που κάνουν στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Δεν μπορώ να κατανοήσω πως ο κόσμος δεν νιώθει την αγωνία για τις πυρηνικές βόμβες. Πως γίνεται να συνεχίζουν να φτιάχνουν αυτά τα όπλα;" αναρωτιόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου